- ἄτριχα
- ἄτριχοςwithout hairneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… … Dictionary of Greek
κοχλιαρία ή κοχλιαρίδα — (Cochlearia). Γένος ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών, της οικογένειας των σταυρανθών. Χαρακτηρίζονται από τον καρπό τους, που είναι σφαιρικός θύλακος. Πρόκειται για άτριχα φυτά, με ωραίο πράσινο χρώμα και λευκά λουλούδια, τα οποία ανθίζουν τον… … Dictionary of Greek